ασύναρθρος

ασύναρθρος
ος , ον см. άναρθρος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ασύναρθρος" в других словарях:

  • ασύναρθρος — ἀσύναρθρος, ον (AM) εκείνος που εκφέρεται χωρίς άρθρο …   Dictionary of Greek

  • ἀσύναρθρος — without the article masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνάρθρως — ἀσύναρθρος without the article adverbial ἀσύναρθρος without the article masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύναρθρον — ἀσύναρθρος without the article masc/fem acc sg ἀσύναρθρος without the article neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνάρθροις — ἀσύναρθρος without the article masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνάρθρου — ἀσύναρθρος without the article masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνάρθρους — ἀσύναρθρος without the article masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνάρθρων — ἀσύναρθρος without the article masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύναρθροι — ἀσύναρθρος without the article masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆԲԱՂՅՕԴ — ( ) NBH 1 0119 Chronological Sequence: 6c, 11c, 13c ա. գրի եւ ԱՆԲԱՂՕԴ. ἁσύναρθρος Ըստ յունաց՝ այն բառ, որ ոչ երբէք կարէ առնուլ զյօդս ὀ, ἠ, τὸ ս, դ, ն. *Ի դերանուանցս ե՛ն որ անբաղյօդք են, եւ ե՛ն որ բաղյօդք. ո՛րգոն, Ես, եւ բաղյօդք, ո՛րզան, Իմս. Թր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»